κολόμπα

κολόμπα
η мор. мачта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κολόμπα" в других словарях:

  • κολόμπα — η ναυτ. η στήλη τού ιστού …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • Μεριμέ, Προσπέρ — (Prospere Merimee, Παρίσι 1803 – Κάνες 1870). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ήταν προικισμένος με πολλά ενδιαφέροντα (ιστορία, αρχαιολογία, φιλοσοφία), γνωρίζοντας λαμπρές κοινωνικές και λογοτεχνικές επιτυχίες· υπήρξε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»